Τι έχει αυτός ο ναυτικός
και βαριαναστενάζει
κι όλο στην πλώρη κάθεται
και τη στεριά κοιτάζει,
και βαριαναστενάζει.
Του ναυτικού τα βάσανα,
του ναυτικού τον πόνο,
οι ναυτικοί τον ξέρουνε
κι αυτοί τον νιώθουν μόνο.
Από μικρός στις θάλασσες
τον τρώει η στενοχώρια
που ζει απ’ τη μανούλα του
κι απ’ την αγάπη χώρια,
τον τρώει η στενοχώρια.
Του ναυτικού τα βάσανα,
του ναυτικού τον πόνο,
οι ναυτικοί τον ξέρουνε
κι αυτοί τον νιώθουν μόνο.
Μες στο καράβι τριγυρνά
με μάτια δακρυσμένα
και τραγουδάει του χωρισμού
τραγούδια πονεμένα,
με μάτια δακρυσμένα.
|
Ti échi aftós o naftikós
ke varianastenázi
ki ólo stin plóri káthete
ke ti steriá kitázi,
ke varianastenázi.
Tu naftiku ta vásana,
tu naftiku ton póno,
i naftiki ton ksérune
ki afti ton nióthun móno.
Apó mikrós stis thálasses
ton trói i stenochória
pu zi ap’ ti manula tu
ki ap’ tin agápi chória,
ton trói i stenochória.
Tu naftiku ta vásana,
tu naftiku ton póno,
i naftiki ton ksérune
ki afti ton nióthun móno.
Mes sto karávi trigirná
me mátia dakrisména
ke tragudái tu chorismu
tragudia poneména,
me mátia dakrisména.
|