Ω βορριές, φτερωτές, σεβαστές Ερινύες,
κατάμαυρο κι αχώνευτο κοπάδι,
των δακρύων και των κτήνων,
που ταράζετε τον άγριον αιθέρα,
εκδικήτριες του πόνου,
τιμωροί δουλεμάτων,
ικετεύω, ταπεινά σας ικετεύω,
αφήστε τον Ορέστη,
να ξεχάσει τις τρέλες, των αντροπαρμένων.
Φτωχοσέρνοι δω φεγγίτες ναυαγός
σαν θα μπει, σε τρεχαντήρι, που το τίναξε ο Θεός,
βουλιάζει μες στη συμφορά,
στο ποτάμι του πόνου το διήγημα.
|
O vorriés, fterotés, sevastés Eriníes,
katámavro ki achónefto kopádi,
ton dakríon ke ton ktínon,
pu tarázete ton ágrion ethéra,
ekdikítries tu pónu,
timori dulemáton,
iketevo, tapiná sas iketevo,
afíste ton Orésti,
na ksechási tis tréles, ton antroparménon.
Ftochosérni do fengites nafagós
san tha bi, se trechantíri, pu to tínakse o Theós,
vuliázi mes sti simforá,
sto potámi tu pónu to diígima.
|