Θα τον περίμενα μερόνυχτα
στο παραθύρι μου κεντώντας
σεντόνια και τραπεζομάντηλα
αζούρ ή σταυροβελονιά.
Θα τον περίμενα
κι ας ήτανε φαλάκρας στα σαράντα του,
τυρέμπορος ή στρωματάς, του κόσμου άνθρωπος,
θα μ’ αγαπούσε και θα μου ‘χτιζε χρυσή φωλιά.
Θα τον περίμενα γνωρίζοντας τι με προσμένει
ο νεροχύτης, κάλτσες για μπάλωμα, το πλυσταριό.
Τις Κυριακές θα του μαγείρευα για να χορταίνει
ένα ταψί τεράστιο πατάτες με ψητό.
Θα τον περίμενα Σαββάτο βράδυ μουγκή
στην τηλεόραση μπροστά
κι αυτός θα γύριζε μισοπιωμένος
για να μου κάνει έρωτα στα σκοτεινά.
Θα τον περίμενα πλέκοντας
ζιπουνάκια, βρακάκια, πάνες
κι όλα τα μωρουδιακά.
Θα τον περίμενα
τι άλλο να προσμένω.
|
Tha ton perímena merónichta
sto parathíri mu kentóntas
sentónia ke trapezomántila
azur í stavroveloniá.
Tha ton perímena
ki as ítane falákras sta saránta tu,
tiréboros í stromatás, tu kósmu ánthropos,
tha m’ agapuse ke tha mu ‘chtize chrisí foliá.
Tha ton perímena gnorízontas ti me prosméni
o nerochítis, káltses gia báloma, to plistarió.
Tis Kiriakés tha tu magireva gia na chorteni
éna tapsí terástio patátes me psitó.
Tha ton perímena Savváto vrádi mugkí
stin tileórasi brostá
ki aftós tha girize misopioménos
gia na mu káni érota sta skotiná.
Tha ton perímena plékontas
zipunákia, vrakákia, pánes
ki óla ta morudiaká.
Tha ton perímena
ti állo na prosméno.
|