Περίσσεψες απόψε, πουθενά δε χωράς,
όμως είναι δικό μου τ’ όνειρο που φοράς,
έχω σκίσει σελίδες, έχω σβήσει στιγμές
μα το χρόνο γυρίζεις και μ’ αφήνεις στο χθες.
Παρασκευή μεσάνυχτα, Σαββάτο παρά κάτι,
σ’ έπινα στου ποτηριού την κάθε μου γουλιά,
μα πριν σε σβήσω, ξέφευγες κι ανέβαινες στο μάτι,
γινόσουν δάκρυ κι έπεφτες στην άδεια μου αγκαλιά.
Αγρίμι, τριγυρίζω στου καημού τις μεριές,
μες στου πιοτού τη ζάλη συναντώ μαχαιριές,
να `ταν ξένη η πόλη και το δάκρυ βροχή,
να ξεκίναγα μόνη, πάλι απ’ την αρχή.
Παρασκευή μεσάνυχτα, Σαββάτο παρά κάτι,
σ’ έπινα στου ποτηριού την κάθε μου γουλιά,
μα πριν σε σβήσω, ξέφευγες κι ανέβαινες στο μάτι,
γινόσουν δάκρυ κι έπεφτες στην άδεια μου αγκαλιά.
Περίσσεψες απόψε, πουθενά δε χωράς.
|
Períssepses apópse, puthená de chorás,
ómos ine dikó mu t’ óniro pu forás,
écho skísi selídes, écho svísi stigmés
ma to chróno girízis ke m’ afínis sto chthes.
Paraskeví mesánichta, Savváto pará káti,
s’ épina stu potiriu tin káthe mu guliá,
ma prin se svíso, kséfevges ki anévenes sto máti,
ginósun dákri ki épeftes stin ádia mu agkaliá.
Agrími, trigirízo stu kaimu tis meriés,
mes stu piotu ti záli sinantó macheriés,
na `tan kséni i póli ke to dákri vrochí,
na ksekínaga móni, páli ap’ tin archí.
Paraskeví mesánichta, Savváto pará káti,
s’ épina stu potiriu tin káthe mu guliá,
ma prin se svíso, kséfevges ki anévenes sto máti,
ginósun dákri ki épeftes stin ádia mu agkaliá.
Períssepses apópse, puthená de chorás.
|