Σκληρός χειμώνας, το στρατόπεδο κοινό
ώρες ολόκληρες κλεισμένος στο κενό
στις αγγαρείες, στις σκοπιές, στα σούρτα φέρ’ τα
όμως εκείνος ονειρεύονταν κονσέρτα
Όλοι οι στρατιώτες τον φωνάζαν αδερφή
και ο λοχίας τσαμπουκάλευε πολύ
Όσοι σκοτώνουν είναι γνήσιοι στρατιώτες
και πολεμάνε τους εχθρούς και τους προδότες
Κανείς δεν ήξερε στην έξοδο που πάει
μετά τον βλέπανε χαμένο να γυρνάει
Μόνος στο θάλαμο σκυφτός στο καψιμί
μόνος παντού, στις παρελάσεις, στη γραμμή
Χακί οι μέρες, το φυλάκιο υγρό
φίλησε μόνο το χρυσό του το σταυρό
μέσα στο χάραμα ακούστηκε ένας κρότος
τρέξανε όλοι, μα εγώ τον είδα πρώτος
Έριξε την καλύτερη βολή
και η καρδιά του έγινε πορφυρό βιολί
που στάζει αίμα μελωδία και χολή
κρίμα που λέρωσε η καινούρια του στολή
|
Sklirós chimónas, to stratópedo kinó
óres olóklires klisménos sto kenó
stis angaries, stis skopiés, sta surta fér’ ta
ómos ekinos onirevontan konsérta
Όli i stratiótes ton fonázan aderfí
ke o lochías tsabukáleve polí
Όsi skotónun ine gnísii stratiótes
ke polemáne tus echthrus ke tus prodótes
Kanis den íksere stin éksodo pu pái
metá ton vlépane chaméno na girnái
Mónos sto thálamo skiftós sto kapsimí
mónos pantu, stis parelásis, sti grammí
Chakí i méres, to filákio igró
fílise móno to chrisó tu to stavró
mésa sto chárama akustike énas krótos
tréksane óli, ma egó ton ida prótos
Έrikse tin kalíteri volí
ke i kardiá tu égine porfiró violí
pu stázi ema melodía ke cholí
kríma pu lérose i kenuria tu stolí
|