Θυμάμαι που ‘πεφτα σκιά
στον ήλιο απ’ το κορμί σου
τη νύχτα μες στη σιγαλιά
γινόμουν προσευχή σου
Που να ‘σαι τώρα στερνή μου ώρα
που ‘χω χειμώνα μες στην καρδιά
πετούν τα χρόνια σαν χελιδόνια
και εγώ σπουργίτι στην παγωνιά.
Θυμάμαι που έσκυβα να πιω
δροσιά απ’ τη δροσιά σου
απ’ τ’ αγιασμένο το νερό,
που στάζουν τα φιλιά σου.
Που να ‘σαι τώρα στερνή μου ώρα
που ‘χω χειμώνα μες στην καρδιά
πετούν τα χρόνια σαν χελιδόνια
και εγώ σπουργίτι στην παγωνιά.
Που να ‘σαι τώρα στερνή μου ώρα
που ‘χω χειμώνα μες στην καρδιά
πετούν τα χρόνια σαν χελιδόνια
και εγώ σπουργίτι στην παγωνιά…
|
Thimáme pu ‘pefta skiá
ston ílio ap’ to kormí su
ti níchta mes sti sigaliá
ginómun prosefchí su
Pu na ‘se tóra sterní mu óra
pu ‘cho chimóna mes stin kardiá
petun ta chrónia san chelidónia
ke egó spurgiti stin pagoniá.
Thimáme pu éskiva na pio
drosiá ap’ ti drosiá su
ap’ t’ agiasméno to neró,
pu stázun ta filiá su.
Pu na ‘se tóra sterní mu óra
pu ‘cho chimóna mes stin kardiá
petun ta chrónia san chelidónia
ke egó spurgiti stin pagoniá.
Pu na ‘se tóra sterní mu óra
pu ‘cho chimóna mes stin kardiá
petun ta chrónia san chelidónia
ke egó spurgiti stin pagoniá…
|