Δεν έκλαψα την ώρα που με άφησες
και μέσα μου οι πληγές αιμορραγούσαν,
δε ρώτησα τους όρκους γιατί πάτησες
κι απ’ την καρδιά τα δάκρυα κυλούσαν.
Και σου χαμογέλασα όταν με χαιρέτησες
μα μετά, αγάπη μου, που την πόρτα έκλεισες,
σα γυαλί στο πάτωμα έπεσα και ράγισα
γιατί δεν κατάλαβες πόσο σε αγάπησα,
πόσο σε αγάπησα.
Δε λύγισα τη νύχτα που σε έχασα
κι ας μούδιαζε απ’ το φόβο το κορμί μου,
τον πόνο στην ανάσα μου τον έκρυψα
μαζί με τη χαμένη τη ζωή μου.
Και σου χαμογέλασα όταν με χαιρέτησες
μα μετά, αγάπη μου, που την πόρτα έκλεισες,
σα γυαλί στο πάτωμα έπεσα και ράγισα
γιατί δεν κατάλαβες πόσο σε αγάπησα,
πόσο σε αγάπησα.
|
Den éklapsa tin óra pu me áfises
ke mésa mu i pligés emorragusan,
de rótisa tus órkus giatí pátises
ki ap’ tin kardiá ta dákria kilusan.
Ke su chamogélasa ótan me cherétises
ma metá, agápi mu, pu tin pórta éklises,
sa gialí sto pátoma épesa ke rágisa
giatí den katálaves póso se agápisa,
póso se agápisa.
De lígisa ti níchta pu se échasa
ki as mudiaze ap’ to fóvo to kormí mu,
ton póno stin anása mu ton ékripsa
mazí me ti chaméni ti zoí mu.
Ke su chamogélasa ótan me cherétises
ma metá, agápi mu, pu tin pórta éklises,
sa gialí sto pátoma épesa ke rágisa
giatí den katálaves póso se agápisa,
póso se agápisa.
|