Έτσι όπως το ένα πάνω στ’ άλλο ταιριασμένα
τα ξύλα καίνε στης φωτιάς τη ράχη
από το χέρι που τ’ απόθεσε ένα ένα
μια κίνηση η στάση του σαν να ‘χει.
Κι όπως κοιτάζω αργά τη φλόγα που φυτρώνει
σαν τον κισσό τους κλώνους να κυκλώνει
κάτι στην όψη της ζωντάνεψε και μοιάζει
με βλέμμα αγαπημένο που κοιτάζει.
Δέντρα που μ’ απλωμένα τα κλαδιά ποθήσαν
του ήλιου όλο το φως μα δεν το κλείσαν
στο τζάκι τώρα καθώς είναι στοιβαγμένα
γυρεύουν πάλι με το φως να γίνουν ένα.
Στ’ αντάμωμα της λάμψης ξαναμμένα
και λόγια ακόμα που`ναι φυλαγμένα
μες στη στοργή της ζέστης ξεθαρρεύουν
ξαναμιλούν σ`αυτούς που τα γυρεύουν.
|
Έtsi ópos to éna páno st’ állo teriasména
ta ksíla kene stis fotiás ti ráchi
apó to chéri pu t’ apóthese éna éna
mia kínisi i stási tu san na ‘chi.
Ki ópos kitázo argá ti flóga pu fitróni
san ton kissó tus klónus na kiklóni
káti stin ópsi tis zontánepse ke miázi
me vlémma agapiméno pu kitázi.
Déntra pu m’ aploména ta kladiá pothísan
tu íliu ólo to fos ma den to klisan
sto tzáki tóra kathós ine stivagména
girevun páli me to fos na ginun éna.
St’ antámoma tis lámpsis ksanamména
ke lógia akóma pu`ne filagména
mes sti storgí tis zéstis ksetharrevun
ksanamilun s`aftus pu ta girevun.
|