Εσύ με τη φυσαρμόνικα στα χείλη
και τα ξερά τα ψίχουλα στις τσέπες,
βουνά σε τρομάζουν και πέλαγα
απ’ των αγρίων ανέμων τις φωνές.
Εσύ, μικροπωλητή, λαχειοπώλη,
σαλταδόρε των τραμ,
των ποδοσφαιρικών συναντήσεων
και των δημοσίων θεαμάτων λαθραίε:
Στοχάσου στοχάσου, μικρούλη μου,
της συνοικίας πεντάρφανε θεέ.
Εσύ, μικρέ μοιραίε της αναπάντητης κραυγής
που πίνεις απ’ το δάκρυ ολόκληρης της γης,
δε θα χαθείς, δε θα χαθείς.
Θα σε φωνάζω ελπίδα.
Εσύ, μικροπωλητή, λαχειοπώλη,
σαλταδόρε των τραμ,
των ποδοσφαιρικών συναντήσεων
και των δημοσίων θεαμάτων λαθραίε:
Στοχάσου στοχάσου, μικρούλη μου,
της συνοικίας πεντάρφανε θεέ.
|
Esí me ti fisarmónika sta chili
ke ta kserá ta psíchula stis tsépes,
vuná se tromázun ke pélaga
ap’ ton agríon anémon tis fonés.
Esí, mikropolití, lachiopóli,
saltadóre ton tram,
ton podosferikón sinantíseon
ke ton dimosíon theamáton lathree:
Stochásu stochásu, mikruli mu,
tis sinikías pentárfane theé.
Esí, mikré miree tis anapántitis kravgís
pu pínis ap’ to dákri olókliris tis gis,
de tha chathis, de tha chathis.
Tha se fonázo elpída.
Esí, mikropolití, lachiopóli,
saltadóre ton tram,
ton podosferikón sinantíseon
ke ton dimosíon theamáton lathree:
Stochásu stochásu, mikruli mu,
tis sinikías pentárfane theé.
|