Βγήκα από μικρός στο δρόμο
μ’ ένα όργανο στον ώμο
κι η ψυχή μου σαν αγρίμι
σκαρφαλώνει στο ταξίμι.
Μη ρωτήσεις τ’ όνομά μου,
έχω σκίσει τα χαρτιά μου
και στης νύχτας το σεργιάνι
με φωνάζουνε “αλάνι”.
Στο δικό μου το σινάφι
ό, τι γράφει δεν ξεγράφει
κι όσα γίνανε για μένα
όλα τα `χω πληρωμένα.
Του Απόλλωνα τη λύρα
μ’ εμπιστεύτηκε η μοίρα
και με τρίχορδο μπουζούκι
δίνω στη ζωή χαστούκι.
Έξω ρίχνω την καρδιά μου
κι ό,τι πέρασα μαγκιά μου,
άδειο αφήνω το ποτήρι
στο δικό σου το χατίρι.
Της ζωής μου το ταξίδι
ξετυλίγεται σαν φίδι
κι ό,τι έχω να σου στείλω
του παράδεισου το μήλο.
Σήκω πάνω άγγελέ μου,
με τη φόρα του ανέμου
χόρεψε να με λυτρώσεις
τον καημό μου να σηκώσεις.
|
Ogíka apó mikrós sto drómo
m’ éna órgano ston ómo
ki i psichí mu san agrími
skarfalóni sto taksími.
Mi rotísis t’ ónomá mu,
écho skísi ta chartiá mu
ke stis níchtas to sergiáni
me fonázune “aláni”.
Sto dikó mu to sináfi
ó, ti gráfi den ksegráfi
ki ósa ginane gia ména
óla ta `cho pliroména.
Tu Apóllona ti líra
m’ ebisteftike i mira
ke me tríchordo buzuki
díno sti zoí chastuki.
Έkso ríchno tin kardiá mu
ki ó,ti pérasa magkiá mu,
ádio afíno to potíri
sto dikó su to chatíri.
Tis zoís mu to taksídi
ksetilígete san fídi
ki ó,ti écho na su stilo
tu parádisu to mílo.
Síko páno ángelé mu,
me ti fóra tu anému
chórepse na me litrósis
ton kaimó mu na sikósis.
|