Όταν πονούσα, ήσουν μακριά μου
και δεν μπορούσες να έρθεις μια στιγμή.
Μα τώρα, όμως, που γύρισες κοντά μου
σαν ξένο ρούχο σε νιώθω στο κορμί.
Τέλειωσαν τα ψέματα,
έπαθα και έμαθα.
Γύρισες, μα ξέχασες:
είμ’ αλλού και μ’ έχασες.
Όταν πονούσα μες στη μοναξιά μου,
εσύ ζητούσες άλλες αγκαλιές.
Αργά, νομίζω, με σκέφτηκες, καρδιά μου.
Γι’ αγάπες τώρα πάψε να μου λες.
Τέλειωσαν τα ψέματα,
έπαθα και έμαθα.
Γύρισες, μα ξέχασες:
είμ’ αλλού και μ’ έχασες.
|
Όtan ponusa, ísun makriá mu
ke den boruses na érthis mia stigmí.
Ma tóra, ómos, pu girises kontá mu
san kséno rucho se niótho sto kormí.
Téliosan ta psémata,
épatha ke ématha.
Girises, ma kséchases:
im’ allu ke m’ échases.
Όtan ponusa mes sti monaksiá mu,
esí zituses álles agkaliés.
Argá, nomízo, me skéftikes, kardiá mu.
Gi’ agápes tóra pápse na mu les.
Téliosan ta psémata,
épatha ke ématha.
Girises, ma kséchases:
im’ allu ke m’ échases.
|