Όταν σου έφερνα χρυσάφι και σε στόλιζα
μου είχες δώσει το κορμί και το μυαλό σου,
και ξαφνικά μια μέρα ήρθε και κατάλαβα
πως την καρδιά την είχες για τον εαυτό σου.
Ήταν οι σκέψεις σου κρυφές, χωρίς συναίσθημα
και κάποιο ένστικτο μου έλεγε να φύγω,
κι όταν τις νύχτες το χορό του πόνου έστηνα
μια αγωνία είχα από σένα να ξεφύγω.
Θεέ μου, πως μπόρεσα
και σε συγχώρεσα;
Θεέ μου, τι έκανα;
Μόνη μου πέθανα!
Θυμάμαι τότε που με έλεγες “αγάπη μου”
και κάποιο δάκρυ απ’ τα μάτια σου κυλούσε
μου είχες πει ότι ποτέ ο τρίτος άνθρωπος
μες στη δική μας αγκαλιά δε θα χωρούσε.
Τώρα αλλάξανε πολλά και χιονιστήκανε
και η ψευτιά σου σαν το σκιάχτρο με τρομάζει
κι η μοναξιά μπήγει τα νύχια της στη σάρκα μου
και μένει δίπλα μου ως την ώρα που χαράζει.
|
Όtan su éferna chrisáfi ke se stóliza
mu iches dósi to kormí ke to mialó su,
ke ksafniká mia méra írthe ke katálava
pos tin kardiá tin iches gia ton eaftó su.
Ήtan i sképsis su krifés, chorís sinesthima
ke kápio énstikto mu élege na fígo,
ki ótan tis níchtes to choró tu pónu éstina
mia agonía icha apó séna na ksefígo.
Theé mu, pos bóresa
ke se sigchóresa;
Theé mu, ti ékana;
Móni mu péthana!
Thimáme tóte pu me éleges “agápi mu”
ke kápio dákri ap’ ta mátia su kiluse
mu iches pi óti poté o trítos ánthropos
mes sti dikí mas agkaliá de tha choruse.
Tóra alláksane pollá ke chionistíkane
ke i pseftiá su san to skiáchtro me tromázi
ki i monaksiá bígi ta níchia tis sti sárka mu
ke méni dípla mu os tin óra pu charázi.
|