Εκείνο το βράδυ εγώ δεν είχα ύπνο.
Στεκόμουνα μπροστά στο παράθυρο και σκεφτόμουνα…
Άραγε τι δώρο μου είχαν πάρει; Και ξαφνικά βλέπω να προσγειώνεται στην αυλή μας μια χήνα που φορούσε ένα κολιέ από ρουμπίνια. «Α!», της είπα, «τι όμορφη που είσαι! – έλα μέσα.» Αυτή μου απάντησε: «Όχι, έλα εσύ έξω!» και μου έγνεψε να ανέβω στην πλάτη της. Ανέβηκα, άνοιξε τα φτερά της και πετάξαμε ψηλά, πάνω απ’ την πόλη… Αχ! Τι όμορφα που ήταν… Εκεί ψηλά κι άλλες χήνες με τους φίλους μου στις πλάτες τους. Κάνανε κύκλους πάνω από την πολιτεία που κοιμόταν βαθιά. Ξαφνικά μια χήνα που ήταν μάλλον αρχηγός πήρε στροφή κι άρχισε να πετάει προς τους λόφους. Μα… που μας πήγαιναν; Σε λίγο κατάλαβα! Στο ξέφωτο τους είδα. Γύρω απ’ τη φωτιά τους είδα να χορεύουν και να τραγουδούν. Και καθώς οι χήνες προσγειωνόντουσαν μία – μία πάνω στο χιόνι, πετάχτηκε μέσα απ’ τη φωτιά ένας χοντρός γεροκαλικάντζαρος, ο αρχηγός των καλικάντζαρων, ο Μανδρακούλος με τ’ όνομα, κι έδωσε το σύνθημα για το χορό:
|
Ekino to vrádi egó den icha ípno.
Stekómuna brostá sto paráthiro ke skeftómuna…
Άrage ti dóro mu ichan pári; Ke ksafniká vlépo na prosgiónete stin avlí mas mia chína pu foruse éna kolié apó rubínia. «A!», tis ipa, «ti ómorfi pu ise! – éla mésa.» Aftí mu apántise: «Όchi, éla esí ékso!» ke mu égnepse na anévo stin pláti tis. Anévika, ánikse ta fterá tis ke petáksame psilá, páno ap’ tin póli… Ach! Ti ómorfa pu ítan… Eki psilá ki álles chínes me tus fílus mu stis plátes tus. Kánane kíklus páno apó tin politia pu kimótan vathiá. Ksafniká mia chína pu ítan mállon archigós píre strofí ki árchise na petái pros tus lófus. Ma… pu mas pígenan; Se lígo katálava! Sto kséfoto tus ida. Giro ap’ ti fotiá tus ida na chorevun ke na tragudun. Ke kathós i chínes prosgionóntusan mía – mía páno sto chióni, petáchtike mésa ap’ ti fotiá énas chontrós gerokalikántzaros, o archigós ton kalikántzaron, o Mandrakulos me t’ ónoma, ki édose to sínthima gia to choró:
|