Το δικό μου το καράβι
των ανέμων το ρημάδι,
σε φουρτούνες τρέχει και βροχές,
ποια πατρίδα θα το σώσει
και αγάπη ποιος θα δώσει,
στις ανυπεράσπιστες ψυχές.
Όπου πάω πια με διώχνουν,
στην απόγνωση με σπρώχνουν,
νιώθω πόνο, θλίψη και οργή,
πλοίο των καταραμένων,
των ανθρώπων των καμένων,
δεν το θέλει πια αυτή η γη.
Όχι, δεν μπορώ να βλέπω και ν’ αδιαφορώ,
να κομματιάζομαι στον άγριο καιρό,
όχι, δεν μπορώ να το ανέχομαι αυτό,
στο παραμύθι αλλονών θ’ ακροβατώ.
Δε γουστάρω, δε γουστάρω
και ανάποδες θα πάρω, θα σαλτάρω,
δε γουστάρω, δε γουστάρω,
τη ζωή μου εγώ στα χέρια μου θα πάρω.
Στο δικό μου το καράβι
στο αμπάρι, στο σκοτάδι,
ψάχνω για λιμάνι και σκοπό,
στη ζωή λαθρεπιβάτης
και στο παραλήρημά της,
καταστρέφει ό,τι αγαπώ.
Όχι, δεν μπορώ να βλέπω και ν’ αδιαφορώ,
να κομματιάζομαι στον άγριο καιρό,
όχι, δεν μπορώ να το ανέχομαι αυτό,
στο παραμύθι αλλονών θ’ ακροβατώ.
Δε γουστάρω, δε γουστάρω
και ανάποδες θα πάρω, θα σαλτάρω,
δε γουστάρω, δε γουστάρω,
τη ζωή μου εγώ στα χέρια μου θα πάρω.
|
To dikó mu to karávi
ton anémon to rimádi,
se furtunes tréchi ke vrochés,
pia patrída tha to sósi
ke agápi pios tha dósi,
stis aniperáspistes psichés.
Όpu páo pia me dióchnun,
stin apógnosi me spróchnun,
niótho póno, thlípsi ke orgí,
plio ton kataraménon,
ton anthrópon ton kaménon,
den to théli pia aftí i gi.
Όchi, den boró na vlépo ke n’ adiaforó,
na kommatiázome ston ágrio keró,
óchi, den boró na to anéchome aftó,
sto paramíthi allonón th’ akrovató.
De gustáro, de gustáro
ke anápodes tha páro, tha saltáro,
de gustáro, de gustáro,
ti zoí mu egó sta chéria mu tha páro.
Sto dikó mu to karávi
sto abári, sto skotádi,
psáchno gia limáni ke skopó,
sti zoí lathrepivátis
ke sto paralírimá tis,
katastréfi ó,ti agapó.
Όchi, den boró na vlépo ke n’ adiaforó,
na kommatiázome ston ágrio keró,
óchi, den boró na to anéchome aftó,
sto paramíthi allonón th’ akrovató.
De gustáro, de gustáro
ke anápodes tha páro, tha saltáro,
de gustáro, de gustáro,
ti zoí mu egó sta chéria mu tha páro.
|