Το επόμενο πρωί ξύπνησαν οι κάτοικοι της Αγέλαστης Πολιτείας, κατακουρασμένοι και αγέλαστοι όπως πριν. Το νέο μαθεύτηκε αμέσως σ’ όλη τη χώρα. Δυο – τρεις ξένοι που έτυχε να ‘ναι περαστικοί την ημέρα του γλεντιού το διαδώσανε παντού: «Στην Αγέλαστη Πολιτεία, κάηκε το πελεκούδι…, κάηκε…». Δε βαριέσαι όμως. Οι αγέλαστοι άνθρωποι δεν πίστευαν κανέναν και τίποτα.
Εμείς γι’ αυτά δεν είμαστε, τ’ αυτί μας δεν ιδρώνει,
εδώ τσαλίμια και γιορτές και τρέλες δε σηκώνει.
Οι ξένοι ονειρευτήκανε και λένε παραμύθια,
μ’ αν τύχει και τους πιάσουμε θα κλάψουνε στ’ αλήθεια!
Μα για να πούμε βρε παιδιά και του στραβού το δίκιο,
πως γίνεται το όνειρο να δούμε όλοι το ίδιο;
Εσύ να σκάσεις δάσκαλε και να μην επιμένεις,
και στα μικρά άλλη φορά τραγούδια μη μαθαίνεις!
Εσένανε σε πήραμε να μάθεις τα παιδιά μας,
να γράφουν να διαβάζουνε, να ‘ρθουν στα βήματα μας!
Κι όχι τραγούδια να τους λες και χαζοπαραμύθια:
βοτάνια, καλικάντζαρους και τέτοια κολοκύθια.
Αλλά εμείς τους είδαμε, ο δάσκαλος δε φταίει!
Ορίστε, τον εκάνατε τον άνθρωπο να κλαίει!
Έχουν αυτάρες και μαλλιά και ξέρουν τραγουδάκια,
πετάνε με τις χήνες τους σαν αεροπλανάκια,
έχουνε κι έναν αρχηγό που μοιάζει με μπαούλο
να ζήσεις Μανδρακούλο μας, να ζήσεις Μανδρακούλο!
|
To epómeno pri ksípnisan i kátiki tis Agélastis Politias, katakurasméni ke agélasti ópos prin. To néo matheftike amésos s’ óli ti chóra. Dio – tris kséni pu étiche na ‘ne perastiki tin iméra tu glentiu to diadósane pantu: «Stin Agélasti Politia, káike to pelekudi…, káike…». De variése ómos. I agélasti ánthropi den pístevan kanénan ke típota.
Emis gi’ aftá den imaste, t’ aftí mas den idróni,
edó tsalímia ke giortés ke tréles de sikóni.
I kséni onireftíkane ke léne paramíthia,
m’ an tíchi ke tus piásume tha klápsune st’ alíthia!
Ma gia na pume vre pediá ke tu stravu to díkio,
pos ginete to óniro na dume óli to ídio;
Esí na skásis dáskale ke na min epiménis,
ke sta mikrá álli forá tragudia mi mathenis!
Esénane se pírame na máthis ta pediá mas,
na gráfun na diavázune, na ‘rthun sta vímata mas!
Ki óchi tragudia na tus les ke chazoparamíthia:
votánia, kalikántzarus ke tétia kolokíthia.
Allá emis tus idame, o dáskalos de ftei!
Oríste, ton ekánate ton ánthropo na klei!
Έchun aftáres ke malliá ke ksérun tragudákia,
petáne me tis chínes tus san aeroplanákia,
échune ki énan archigó pu miázi me baulo
na zísis Mandrakulo mas, na zísis Mandrakulo!
|