Έκανε ζέστη
Αυτός ασάλευτος πάνου στα βράχια κοίταζε
Τα μάτια του σάμπως δυο αετοί
Χιμούσανε κατά τον κάμπο
Αυτός απάνω από τα όρη του Καράμπουρουν
Κοίταζε τον ορίζοντα
Εκεί που τούτη η γης ετέλειωνε
Και σούφρωσε τα φρύδια του
Έκανε ζέστη
Ο Μουσταφά ο Λοχαγός του Μπεντρεντίν κοίταζε
Κοίταζε δίχως φόβο
Ο χωρικός ο Μουσταφά
Δίχως οργή
Κοίταζε ολόισια μπροστά του
Κι από ψηλά από τα βράχια
Κοίταζαν του Μπεντρεντίν τα παλληκάρια
Του Μπεντρεντίν τα παλληκάρια
Πέρα απ’ τον ορίζοντα κοιτάζανε
Μ’άσπρα πουκάμισα δίχως ραφές
Με ξέσκεπα κεφάλια
Μ’ όλόγυμνα σπαθιά και πόδια
Του Μπεντρεντίν τα παλληκάρια
Στον εχθρό ριχτήκανε
Τούρκοι χωριάτες του Αιδινιού
Ρωμιοί ψαράδες απ’ τη Σάμο
Να οι δέκα χιλιάδες σύντροφοι του Μουσταφά
|
Έkane zésti
Aftós asáleftos pánu sta vráchia kitaze
Ta mátia tu sábos dio aeti
Chimusane katá ton kábo
Aftós apáno apó ta óri tu Karáburun
Kitaze ton orízonta
Eki pu tuti i gis etélione
Ke sufrose ta frídia tu
Έkane zésti
O Mustafá o Lochagós tu Bentrentín kitaze
Kitaze díchos fóvo
O chorikós o Mustafá
Díchos orgí
Kitaze olóisia brostá tu
Ki apó psilá apó ta vráchia
Kitazan tu Bentrentín ta pallikária
Tu Bentrentín ta pallikária
Péra ap’ ton orízonta kitázane
M’áspra pukámisa díchos rafés
Me kséskepa kefália
M’ ólógimna spathiá ke pódia
Tu Bentrentín ta pallikária
Ston echthró richtíkane
Turki choriátes tu Ediniu
Romii psarádes ap’ ti Sámo
Na i déka chiliádes síntrofi tu Mustafá
|