Σε είχαν απ’ το σπίτι σου διωγμένη
και γύριζες στην μαύρη συμφορά,
σε πήρα όπως ήσουν ρημαγμένη
και σ’ έκανα καλή νοικοκυρά.
Δεν ήσουνα γυναίκα συ για μένα,
σε πήρα γιατί ήσουν ορφανή
μα πάνε όλα άδικα χαμένα,
γιατί εσύ δεν ήσουν ικανή.
Που έφυγες, τρελή, δε με πειράζει
μετανιωμένη, συ θε να βρεθείς,
μα τότε θα’ ναι αργά πια να το ξέρεις,
σαν θα γυρίσεις, μ’ άλλη θα με βρεις.
|
Se ichan ap’ to spíti su diogméni
ke girizes stin mavri simforá,
se píra ópos ísun rimagméni
ke s’ ékana kalí nikokirá.
Den ísuna gineka si gia ména,
se píra giatí ísun orfaní
ma páne óla ádika chaména,
giatí esí den ísun ikaní.
Pu éfiges, trelí, de me pirázi
metanioméni, si the na vrethis,
ma tóte tha’ ne argá pia na to kséris,
san tha girísis, m’ álli tha me vris.
|