Το θηρίο, με την ανάσα του Goya,
αναπτύσσεται κυρίως τη νύχτα.
Όπως όλα τα άδηλα νεύματα,
όπως οι απροσδιόριστοι φόβοι,
όπως οι απροσδιόριστοι φόβοι.
Εγεννήθη την εποχή που οι φτέρες
αποκτήσαν τη βασιλεία του κόσμου.
Κι έφτασε ακμαίο στις μέρες μας,
σαν υπόνοια και σαν οφθαλμαπάτη,
σαν υπόνοια και σαν οφθαλμαπάτη.
Αρχές Αυγούστου του 2000 και κάτι,
την αλυσίδα του είδα, σπασμένη.
Να χτυπιέται σα φίδι φαρμακερό,
στην κεραία απάνω στον αφέντη,
στην κεραία απάνω στον αφέντη.
Ίσως κι άλλοι τυχεροί σαν κι εμένα,
ψηλαφίσαν την καρδιά του θηρίου.
Και γνωρίζουν τον τρόπο που γεύεται
την αβάσταχτη χαρά του να υπάρχεις,
την αβάσταχτη χαρά του να υπάρχεις.
Το σαλόμ συχνά κρατιέται απ’ τα δέντρα,
και χορεύει στο ρυθμό του αέρα.
Στα λιθάρια ξύνει την πλάτη του,
και αγνοεί, ή αγαπά τους ανθρώπους,
και αγνοεί, ή αγαπά τους ανθρώπους.
Κι αφού μ’ αρέσει να ονομάζω τα είδη,
θηρίο του καλοκαιριού το λέω.
Γιατί εξαντλεί τα αγιοκλίματα,
και τα ασβεστώματα σαν τίντα κιτρινίζει,
και τα ασβεστώματα σαν τίντα κιτρινίζει.
Το θηρίο με την ανάσα του Goya,
μια ανάσα να την πιεις στο ποτήρι.
Σαν αψέντι ζυμωμένο στο έρεβος,
μας παραλύει με μεγάλη ευκολία,
μας παραλύει με μεγάλη ευκολία.
Όλους εμάς τους ετοιμόρροπους τύπους,
που απ’ τα αδιόρατα σκιρτήματά μας,
οι γητευτές παράγουν γλωσσίδια,
ονομαστά για τις καμπάνες του πόθου,
ονομαστά για τις καμπάνες του πόθου.
|
To thirío, me tin anása tu Goya,
anaptíssete kiríos ti níchta.
Όpos óla ta ádila nevmata,
ópos i aprosdióristi fóvi,
ópos i aprosdióristi fóvi.
Egenníthi tin epochí pu i ftéres
apoktísan ti vasilia tu kósmu.
Ki éftase akmeo stis méres mas,
san ipónia ke san ofthalmapáti,
san ipónia ke san ofthalmapáti.
Archés Avgustu tu 2000 ke káti,
tin alisída tu ida, spasméni.
Na chtipiéte sa fídi farmakeró,
stin kerea apáno ston afénti,
stin kerea apáno ston afénti.
Ίsos ki álli ticheri san ki eména,
psilafísan tin kardiá tu thiríu.
Ke gnorízun ton trópo pu gevete
tin avástachti chará tu na ipárchis,
tin avástachti chará tu na ipárchis.
To salóm sichná kratiéte ap’ ta déntra,
ke chorevi sto rithmó tu aéra.
Sta lithária ksíni tin pláti tu,
ke agnoi, í agapá tus anthrópus,
ke agnoi, í agapá tus anthrópus.
Ki afu m’ arési na onomázo ta idi,
thirío tu kalokeriu to léo.
Giatí eksantli ta agioklímata,
ke ta asvestómata san tínta kitrinízi,
ke ta asvestómata san tínta kitrinízi.
To thirío me tin anása tu Goya,
mia anása na tin piis sto potíri.
San apsénti zimoméno sto érevos,
mas paralíi me megáli efkolía,
mas paralíi me megáli efkolía.
Όlus emás tus etimórropus típus,
pu ap’ ta adiórata skirtímatá mas,
i giteftés parágun glossídia,
onomastá gia tis kabánes tu póthu,
onomastá gia tis kabánes tu póthu.
|