Τον στύλο της νύχτας τον βαστούν
με τη σειρά, με τη σειρά, με τη σειρά
απ’ τ’ ακρινά τους τα κελιά
με τη σειρά, με τη σειρά, με τη σειρά
οι θανατοποινίτισσες κι οι θανατοποινίτες
μην πέσει η νύχτα πάνω τους,
μην πέσει πατριώτες
Την τελευταία τους βραδιά
ο φύλακας ο φύλακας με τα κλειδιά
τους έφερε για συντροφιά
μιαν ισοβίτισσα
τους τραγουδούσε όλη τη νύχτα
Πόσα τραγούδια αρέσαν
Αχάραγα έρχεται ο παπάς
Αχάραγα τους παίρνουν
Απ’ τα στενά παράθυρα
η φυλακή η φυλακή αποχαιρετά
στο θάνατο όρκοι αβάσταχτοι
χλομιάζουν οι χλομιάζουν οι περαστικοί
Την άλλη μέρα φέρνουνε
οι μάνες το ψωμί
Όσα φαγιά βαστούσανε
σαν κόλλυβα μοιράζουν
Θρήνος κρυφός
Ανάθεμα, Ανάθεμα, Ανάθεμα!
|
Ton stílo tis níchtas ton vastun
me ti sirá, me ti sirá, me ti sirá
ap’ t’ akriná tus ta keliá
me ti sirá, me ti sirá, me ti sirá
i thanatopinítisses ki i thanatopinítes
min pési i níchta páno tus,
min pési patriótes
Tin teleftea tus vradiá
o fílakas o fílakas me ta klidiá
tus éfere gia sintrofiá
mian isovítissa
tus traguduse óli ti níchta
Pósa tragudia arésan
Acháraga érchete o papás
Acháraga tus pernun
Ap’ ta stená paráthira
i filakí i filakí apocheretá
sto thánato órki avástachti
chlomiázun i chlomiázun i perastiki
Tin álli méra férnune
i mánes to psomí
Όsa fagiá vastusane
san kólliva mirázun
Thrínos krifós
Anáthema, Anáthema, Anáthema!
|