|
Το λένε οι παλιοί στο καφενείο:
«Τον πέταξαν μια νύχτα στην πλατεία.
Τον βάλαν σε τσουβάλι για φορείο.
Ταυτότητα δεν είχε και στοιχεία.»
Εκεί, μες στου μυαλού του την παγίδα
Να ήξερε κανείς ποιος τον προστάζει.
Μια φράση, σαν σκισμένη εφημερίδα,
«Φυλάξου απ’ τη φωτιά κι από τ’ αγιάζι.»
Κανένας μας δεν ξέρει τ’ όνομά του,
Στου νου του πώς μπερδεύτηκε τα δίχτυα;!
Θα φύγει όταν έρθει η σειρά του.
Θα φύγει, όπως ήρθε, μες στη νύχτα.
Χαράζει η Κυριακή κι έχει μια ζέστη.
Και φλέγεται το φως στο μεσημέρι.
Στις μάντρες γιασεμιά, «Χριστός Ανέστη»,
Νωρίς θα έχει φέτος καλοκαίρι.
|
To léne i palii sto kafenio:
«Ton pétaksan mia níchta stin platia.
Ton válan se tsuváli gia forio.
Taftótita den iche ke stichia.»
Eki, mes stu mialu tu tin pagida
Na íksere kanis pios ton prostázi.
Mia frási, san skisméni efimerída,
«Filáksu ap’ ti fotiá ki apó t’ agiázi.»
Kanénas mas den kséri t’ ónomá tu,
Stu nu tu pós berdeftike ta díchtia;!
Tha fígi ótan érthi i sirá tu.
Tha fígi, ópos írthe, mes sti níchta.
Charázi i Kiriakí ki échi mia zésti.
Ke flégete to fos sto mesiméri.
Stis mántres giasemiá, «Christós Anésti»,
Norís tha échi fétos kalokeri.
|