Μόνη στο μπαλκόνι με το γιασεμί,
να κοιτάει τη δύση μήπως και φανεί,
να κοιτάει τη δύση μήπως και φανεί,
που ‘χει πέντε χρόνια μόνη να τον δει.
Θυμάται τον Απρίλη κι είναι απ’ το πρωί
που ήρθε καβαλάρης στην μικρή πηγή.
Είπε “θα γυρίσω κάποιο δειλινό,
να με περιμένεις, ρόδο μ’ ακριβό”
“να με περιμένεις, ρόδο μ’ ακριβό”
είπε “θα γυρίσω κάποιο δειλινό”.
Μόνη στο μπαλκόνι με το γιασεμί,
να κοιτάει τη δύση μήπως και φανεί,
να κοιτάει τη δύση μήπως και φανεί,
που ‘χει πέντε χρόνια μόνη να τον δει.
|
Móni sto balkóni me to giasemí,
na kitái ti dísi mípos ke fani,
na kitái ti dísi mípos ke fani,
pu ‘chi pénte chrónia móni na ton di.
Thimáte ton Apríli ki ine ap’ to pri
pu írthe kavaláris stin mikrí pigí.
Ipe “tha giríso kápio dilinó,
na me periménis, ródo m’ akrivó”
“na me periménis, ródo m’ akrivó”
ipe “tha giríso kápio dilinó”.
Móni sto balkóni me to giasemí,
na kitái ti dísi mípos ke fani,
na kitái ti dísi mípos ke fani,
pu ‘chi pénte chrónia móni na ton di.
|