|
Νυχτερίδες κι αράχνες, γλυκιά μου,
έχουν χτίσει φωλιά
μέσα στο έρημο κι άδειο μας σπίτι
όσο λείπεις μακριά.
Νυχτερίδες κι αράχνες, γλυκιά μου,
μου κρατούν συντροφιά.
Γύρισε, γλυκιά μου, στην αγκαλιά μου, στα βασανά μου,
μη μ’ απαρνηθείς.
Εσένα, στερνή μου αγάπη,
με πόνο ζητώ για να ’ρθεις.
Μια καρδιά που πονά
να γιατρέψεις ξανά
μην αργείς, μην αργείς.
Τη σκιά μου ρωτώ κάθε βράδυ
αν ποτέ θα σε δω
για να δώσεις χαρά στη ζωή μου,
στην καρδιά μου παλμό.
Μα πονάμε και κλαίμε μονάχοι
η σκιά μου κι εγώ.
|
Nichterídes ki aráchnes, glikiá mu,
échun chtísi foliá
mésa sto érimo ki ádio mas spíti
óso lipis makriá.
Nichterídes ki aráchnes, glikiá mu,
mu kratun sintrofiá.
Girise, glikiá mu, stin agkaliá mu, sta vasaná mu,
mi m’ aparnithis.
Eséna, sterní mu agápi,
me póno zitó gia na ’rthis.
Mia kardiá pu poná
na giatrépsis ksaná
min argis, min argis.
Ti skiá mu rotó káthe vrádi
an poté tha se do
gia na dósis chará sti zoí mu,
stin kardiá mu palmó.
Ma ponáme ke kleme monáchi
i skiá mu ki egó.
|