Πέντε χρόνια στη δουλειά σου
ζούσες σπίτι τα παιδιά σου
ήσουνα τεχνίτης πρώτης
ο Αντώνης ο Πειραιώτης
ήσουνα μαργαριτάρι
όλο γλύκα κι όλο χάρη
Τώρα μου ‘γινες τεμπέλης
να δουλεύεις πια δε θέλεις
μου γυρνάς μες τις ταβέρνες
και μου κάνεις κουτσουκέλες
δεν σου μένει μια δεκάρα
όλα τα ‘κανες μαντάρα
Γύρνα πάλι στη δουλειά
συγκεντρώσου στα μυαλά σου
να σε βλέπω με καμάρι
να μας βγάνεις παλικάρι
και θα σε ξυπνώ με χάδια
με γλυκά φιλιά και νάζια
|
Pénte chrónia sti duliá su
zuses spíti ta pediá su
ísuna technítis prótis
o Antónis o Pireótis
ísuna margaritári
ólo glíka ki ólo chári
Tóra mu ‘gines tebélis
na dulevis pia de thélis
mu girnás mes tis tavérnes
ke mu kánis kutsukéles
den su méni mia dekára
óla ta ‘kanes mantára
Girna páli sti duliá
sigkentrósu sta mialá su
na se vlépo me kamári
na mas vgánis palikári
ke tha se ksipnó me chádia
me gliká filiá ke názia
|