Ποιος πόνος πήρε τη χαρά,
ποιό χέρι, ποιο φεγγάρι
και κλαίει το παλληκάρι
βουβό, βουβό στην ερημιά.
Ανοίχτε, απόψε, ουρανοί,
στα δυο, σαν την καρδιά μου,
γιατί είν’ ο πόνος μου πικρός,
καημός η μοναξιά μου.
Ποια πίκρα ήρθε το πρωί
και μού `βαψε τα χείλη,
τής θλίψης το μαντήλι
και κλαίω, και κλαίω στη ζωή.
Ανοίχτε, απόψε, ουρανοί,
στα δυο, σαν την καρδιά μου,
γιατί είν’ ο πόνος μου πικρός,
καημός η μοναξιά μου,
γιατί είν’ ο πόνος μου πικρός,
καημός η μοναξιά μου.
|
Pios pónos píre ti chará,
pió chéri, pio fengári
ke klei to pallikári
vuvó, vuvó stin erimiá.
Anichte, apópse, urani,
sta dio, san tin kardiá mu,
giatí in’ o pónos mu pikrós,
kaimós i monaksiá mu.
Pia píkra írthe to pri
ke mu `vapse ta chili,
tís thlípsis to mantíli
ke kleo, ke kleo sti zoí.
Anichte, apópse, urani,
sta dio, san tin kardiá mu,
giatí in’ o pónos mu pikrós,
kaimós i monaksiá mu,
giatí in’ o pónos mu pikrós,
kaimós i monaksiá mu.
|