Βάστα κυνηγέ μου, μη χτυπάς βαριά,
είμαι πληγωμένος βαθιά μες στην καρδιά,
έχασα μι’ αγάπη, μια παρηγοριά,
βάστα κυνηγέ μου, μη χτυπάς βαριά.
Είχε κάτι μάτια π’ άναβαν φωτιές,
στόμα ζαχαρένιο, όλο ευωδιές,
έχασα τους δρόμους, γυρνώ σ’ ερημιές,
βάστα κυνηγέ μου, είμαι όλο πληγές.
Άνθισε η πλάση κι αντί να χαρώ,
έλιωσα, τη γεια μου, δεν μπορώ να βρω,
έσβησαν τα νιάτα πριν να τα χαρώ,
βάστα κυνηγέ μου, ν’ αντέξω δεν μπορώ.
|
Oásta kinigé mu, mi chtipás variá,
ime pligoménos vathiá mes stin kardiá,
échasa mi’ agápi, mia parigoriá,
vásta kinigé mu, mi chtipás variá.
Iche káti mátia p’ ánavan fotiés,
stóma zacharénio, ólo evodiés,
échasa tus drómus, girnó s’ erimiés,
vásta kinigé mu, ime ólo pligés.
Άnthise i plási ki antí na charó,
éliosa, ti gia mu, den boró na vro,
ésvisan ta niáta prin na ta charó,
vásta kinigé mu, n’ antékso den boró.
|