Στην πόρτα σου μ’ αντάμωσες,
πριν σου μιλήσω μ’ άνοιξες
και μου έστρωσες γωνιά να κοιμηθώ.
Μες στη ζέστη σου αγκαλιά
θα βρω ξανά παρηγοριά
τον πόνο θα ξεχάσω τον παλιό.
Σε φίλησα με φίλησες
για τα παλιά μου μίλησες
και γέμισε η κάμαρη πουλιά
βοήθα Χριστέ και Παναγιά
να ‘ναι το κορίτσι μου καλά
και δε θα το πικράνω άλλη φορά.
|
Stin pórta su m’ antámoses,
prin su milíso m’ ánikses
ke mu éstroses goniá na kimithó.
Mes sti zésti su agkaliá
tha vro ksaná parigoriá
ton póno tha ksecháso ton palió.
Se fílisa me fílises
gia ta paliá mu mílises
ke gémise i kámari puliá
voítha Christé ke Panagiá
na ‘ne to korítsi mu kalá
ke de tha to pikráno álli forá.
|