Σαν κουρνιάζω κάθε βράδυ
στο γιατάκι μου
στο προσκέφαλο σαλτάρει
το γατάκι μου.
Μιαου, μιαου μου μιλά,
νιαου, νιαου μου μιλά
και ρωτάει που ‘ναι η κυρά μας
που την είχαμε χαρά μας
να τη βρούνε και να τη φέρουν
θερμοπαρακαλάν.
Απαντάω έτσι έλαχε
στο βίο μας
μας παράτησε η κυρά μας
και τους δυο μας.
Δίχως λύπηση καμιά,
δίχως λύπηση καμιά
μην μ’ ανάβεις βρε ψιψι μου
γιατί σάμπως την πετύχω
να τ’ αρπάξω το μαχαίρι
και να κάνω τη ζημιά.
Μου κουνάει λυπημένα
την ουρίτσα του
παρατάει στα κεραμίδια
τα κορίτσια του.
Και μου δίνει δυο φιλιά
και μου δίνει δυο φιλιά,
κι είναι τόσο πικραμένο
που το παίρνω το καημένο
από κάτω απ’ τις κουβέρτες
και κοιμόμαστε αγκαλιά.
|
San kurniázo káthe vrádi
sto giatáki mu
sto proskéfalo saltári
to gatáki mu.
Miau, miau mu milá,
niau, niau mu milá
ke rotái pu ‘ne i kirá mas
pu tin ichame chará mas
na ti vrune ke na ti férun
thermoparakalán.
Apantáo étsi élache
sto vío mas
mas parátise i kirá mas
ke tus dio mas.
Díchos lípisi kamiá,
díchos lípisi kamiá
min m’ anávis vre psipsi mu
giatí sábos tin petícho
na t’ arpákso to macheri
ke na káno ti zimiá.
Mu kunái lipiména
tin urítsa tu
paratái sta keramídia
ta korítsia tu.
Ke mu díni dio filiá
ke mu díni dio filiá,
ki ine tóso pikraméno
pu to perno to kaiméno
apó káto ap’ tis kuvértes
ke kimómaste agkaliá.
|