Μ’ έχεις κάνει πια κουρέλι,
τι τη θέλω τη ζωή.
Ως και ρούχα ρούχα μπαλωμένα,
φόρεσα φόρεσα άπονη για σένα.
Μάρτυρες είν’ οι γειτόνοι,
που για σένα τους ρωτώ.
Όλα τα ‘χω τα ‘χω πια χαμένα,
έχασα έχασα, άπονη και σένα.
Μαύρες σκέψεις, κάθε ώρα
μου θολώνουν το μυαλό.
Κι απ’ του πόνου του πόνου το μεθύσι,
μια ζωή μια ζωή άπονη θα σβήσει.
|
M’ échis káni pia kuréli,
ti ti thélo ti zoí.
Os ke rucha rucha baloména,
fóresa fóresa áponi gia séna.
Mártires in’ i gitóni,
pu gia séna tus rotó.
Όla ta ‘cho ta ‘cho pia chaména,
échasa échasa, áponi ke séna.
Mavres sképsis, káthe óra
mu tholónun to mialó.
Ki ap’ tu pónu tu pónu to methísi,
mia zoí mia zoí áponi tha svísi.
|