Καθότανε σε κείνο το τραπέζι
Ερχότανε στις δώδεκα παρά
κι έβλεπα μες στα μάτια του να παίζει
σα σύννεφο η πιο πικρή χαρά.
Μου ‘στελνε κάθε νύχτα ένα λουλούδι
και μου ‘γραφε μια λέξη “Ευχαριστώ”.
Κι ύστερα απ’ το τρίτο μου τραγούδι
έφευγε με χαμόγελο σβηστό.
Καθότανε σ’ εκείνο το τραπέζι
δεν ζήτησε ποτέ του να με δει.
Και μια βραδιά που νόμισα πως παίζει
μου πέταξε στην πίστα ένα κλειδί.
Το μάζεψα κι ανοίγω την καρδιά μου
κι ανοίγοντας, Θεέ μου, τι να δω
τα μάτια του βουλιάζαν στα δικά μου
και του ‘λεγα «για σένα τραγουδώ».
Καθότανε σ’ εκείνο το τραπέζι
Αφήστε με να τον αναπολώ.
Να πίνει και στα μάτια του να παίζει
το άστρο με τον πράσινο γιαλό.
Αφήστε να του λέω «σ’ αγαπάω»
Κι ας μη συναντηθήκαμε ποτές.
Να πίνω τον καημό και να μεθάω
και να του λέω «εσύ για όλα φταις».
Δεν έμαθα ποιο είναι τ’ όνομά του
Ποτέ του δε μου είπε «σ’ αγαπώ»
Μου άφησε φωτιά στο πέρασμά του
Και ζω από τότε πια χωρίς σκοπό.
|
Kathótane se kino to trapézi
Erchótane stis dódeka pará
ki évlepa mes sta mátia tu na pezi
sa sínnefo i pio pikrí chará.
Mu ‘stelne káthe níchta éna luludi
ke mu ‘grafe mia léksi “Efcharistó”.
Ki ístera ap’ to tríto mu tragudi
éfevge me chamógelo svistó.
Kathótane s’ ekino to trapézi
den zítise poté tu na me di.
Ke mia vradiá pu nómisa pos pezi
mu pétakse stin písta éna klidí.
To mázepsa ki anigo tin kardiá mu
ki anigontas, Theé mu, ti na do
ta mátia tu vuliázan sta diká mu
ke tu ‘lega «gia séna tragudó».
Kathótane s’ ekino to trapézi
Afíste me na ton anapoló.
Na píni ke sta mátia tu na pezi
to ástro me ton prásino gialó.
Afíste na tu léo «s’ agapáo»
Ki as mi sinantithíkame potés.
Na píno ton kaimó ke na metháo
ke na tu léo «esí gia óla ftes».
Den ématha pio ine t’ ónomá tu
Poté tu de mu ipe «s’ agapó»
Mu áfise fotiá sto pérasmá tu
Ke zo apó tóte pia chorís skopó.
|