Ξαναδιαβάζω, τη μικρή την αγγελία,
που γράφει πάνω πως ζητείται γνωριμία,
και το τηλέφωνο, μου φαίνεται γνωστό.
Σ’ αυτό το ίδιο, πιο παλιά, τηλεφωνούσα,
ώρες ατέλειωτες, γι’ αγάπη σου μιλούσα,
και απ’ αυτό, μου `πες χιλιάδες “σ’ αγαπώ”.
Και συλλαβίζω, έξη, τρία, εννέα, δύο…,
στα μάτια μου, κυλάει ένα δάκρυ,
Θεέ μου, πως φτάσαμε κι οι δύο,
στις αγγελίες, να ζητάμε μιαν αγάπη.
Θα σκίσω αμέσως, τώρα, την εφημερίδα,
θα πω μονάχη μου, πως τίποτα δεν είδα,
αφού δεν έπαψα να σ’ αγαπώ, στιγμή,
θα βγω στο δρόμο και στο σπίτι σου θα τρέξω,
θα πω, τυχαία ότι πέρναγα απ’ έξω,
κι αν θες, να κάνουμε, ακόμα μιαν αρχή
|
Ksanadiavázo, ti mikrí tin angelía,
pu gráfi páno pos zitite gnorimía,
ke to tiléfono, mu fenete gnostó.
S’ aftó to ídio, pio paliá, tilefonusa,
óres atéliotes, gi’ agápi su milusa,
ke ap’ aftó, mu `pes chiliádes “s’ agapó”.
Ke sillavízo, éksi, tría, ennéa, dío…,
sta mátia mu, kilái éna dákri,
Theé mu, pos ftásame ki i dío,
stis angelíes, na zitáme mian agápi.
Tha skíso amésos, tóra, tin efimerída,
tha po monáchi mu, pos típota den ida,
afu den épapsa na s’ agapó, stigmí,
tha vgo sto drómo ke sto spíti su tha trékso,
tha po, tichea óti pérnaga ap’ ékso,
ki an thes, na kánume, akóma mian archí
|