Ένα διαβολάκι μέρες κυνηγώ
κι όλο μου ξεφεύγει, δεν μπορώ, δεν νταγιαντώ.
Αχ και να το πιάσω πόσο θα ’θελα
να το ντύνω με φιλιά και με τριαντάφυλλα.
Άγουρα δαμάσκηνα και πικρές ελιές,
τα ερωτοχτυπήματα άσχημες δουλειές.
Στη δουλειά που πάει κάθε πρωινό
μια ματιά μου ρίχνει και τρεχάλα στο στενό,
τρέχω να το πιάσω κάτω απ’ τα γιαπιά,
τη γλωσσίτσα βγάζει, να με σκάσει θέλει πια.
Άγουρα δαμάσκηνα και πικρές ελιές,
τα ερωτοχτυπήματα άσχημες δουλειές.
|
Έna diavoláki méres kinigó
ki ólo mu ksefevgi, den boró, den ntagiantó.
Ach ke na to piáso póso tha ’thela
na to ntíno me filiá ke me triantáfilla.
Άgura damáskina ke pikrés eliés,
ta erotochtipímata áschimes duliés.
Sti duliá pu pái káthe prinó
mia matiá mu ríchni ke trechála sto stenó,
trécho na to piáso káto ap’ ta giapiá,
ti glossítsa vgázi, na me skási théli pia.
Άgura damáskina ke pikrés eliés,
ta erotochtipímata áschimes duliés.
|