Σε ντύνω, σε ταΐζω, σε σπιτώνω,
σε πήρα με κουμπάρο και παπά,
και ήθελα από σένα ένα μόνο,
να περπατάς στο πλάι μου σεμνά.
Η ψείρα, όμως λέει μια παροιμία,
όταν χορτάσει βγαίνει στο γιακά,
και σ’ έπιασα στα πράσα μια πρωία
με κάποιο μικρομέγαλο λαπά.
Τρελάθηκα όταν σε είδα,
τρελάθηκα, λασκάρησε η βίδα.
Όξω, αλλού τρως, όξω, αλλού πίνεις,
Όξω, αλλού τρως, αλλού πίνεις
κι αλλού πας και το δίνεις.
Ξεκίνησε η σουπιά η αδερφή σου
να `ρθεί για να θολώσει τα νερά,
τα λόγια της κοντέψαν να με ψήσουν
στα μάτια όμως είδα πονηριά.
Στο νου μου ο σκερβελές σε μαύρα χάλια
στο πάρε δώσε και στο vis a vue
κι εσύ να έχεις χάσει τα πασχάλια
σε μια, κεφαλοκλείδωμα, λαβή.
Τρελάθηκα όταν σε είδα,
τρελάθηκα, λασκάρησε η βίδα.
Όξω, αλλού τρως, όξω, αλλού πίνεις,
Όξω, αλλού τρως, αλλού πίνεις
κι αλλού πας και το δίνεις.
Όξω!
|
Se ntíno, se taΐzo, se spitóno,
se píra me kubáro ke papá,
ke íthela apó séna éna móno,
na perpatás sto plái mu semná.
I psira, ómos léi mia parimía,
ótan chortási vgeni sto giaká,
ke s’ épiasa sta prása mia pria
me kápio mikromégalo lapá.
Treláthika ótan se ida,
treláthika, laskárise i vída.
Όkso, allu tros, ókso, allu pínis,
Όkso, allu tros, allu pínis
ki allu pas ke to dínis.
Ksekínise i supiá i aderfí su
na `rthi gia na tholósi ta nerá,
ta lógia tis kontépsan na me psísun
sta mátia ómos ida poniriá.
Sto nu mu o skervelés se mavra chália
sto páre dóse ke sto vis a vue
ki esí na échis chási ta paschália
se mia, kefaloklidoma, laví.
Treláthika ótan se ida,
treláthika, laskárise i vída.
Όkso, allu tros, ókso, allu pínis,
Όkso, allu tros, allu pínis
ki allu pas ke to dínis.
Όkso!
|