Δεν μπορέσανε τα σύννεφα να φέρουνε βροχή,
έχεις γίνει το σαράκι που μου τρώει την ψυχή,
πότε θα ‘ρθεις για ν’ αλλάξεις τον καιρό,
σαν την έρημο στεγνώνω, δεν μπορώ,
για τα χείλη σου διψάω και δε μου ‘δωσες να πιω.
Δεν μπορέσαμε σαν άνθρωποι να δώσουμε χαρά,
δυο παλιάνθρωποι που κόβαμε του άλλου τα φτερά,
στα δεσμά της αυταπάτης δυο τρελοί,
δυο κατάδικοι σε έρημο κελί,
διψασμένοι, όπως όλοι οι μεγάλοι αμαρτωλοί.
Από μια θάλασσα φιλιά, ούτε μια γουλιά
τα δικά σου χείλη δεν κερνούν,
από μια θάλασσα φιλιά, ούτε μια σταλιά
τα δικά μου χείλη δε θα πιουν.
Δεν μπορέσαμε να βρούμε τι ζητά ο εαυτός,
μας χτυπούσε από `πάνω και ο ήλιος ο καυτός,
και δεν είχαμε να πιούμε δυο φιλιά,
και μας ένωναν μονάχα τα παλιά,
δυο κρατούμενοι της μοίρας με χαμένα τα κλειδιά.
Από μια θάλασσα φιλιά, ούτε μια γουλιά
τα δικά σου χείλη δεν κερνούν,
από μια θάλασσα φιλιά, ούτε μια σταλιά
τα δικά μου χείλη δε θα πιουν.
|
Den borésane ta sínnefa na férune vrochí,
échis gini to saráki pu mu trói tin psichí,
póte tha ‘rthis gia n’ alláksis ton keró,
san tin érimo stegnóno, den boró,
gia ta chili su dipsáo ke de mu ‘doses na pio.
Den borésame san ánthropi na dósume chará,
dio paliánthropi pu kóvame tu állu ta fterá,
sta desmá tis aftapátis dio treli,
dio katádiki se érimo kelí,
dipsasméni, ópos óli i megáli amartoli.
Apó mia thálassa filiá, ute mia guliá
ta diká su chili den kernun,
apó mia thálassa filiá, ute mia staliá
ta diká mu chili de tha piun.
Den borésame na vrume ti zitá o eaftós,
mas chtipuse apó `páno ke o ílios o kaftós,
ke den ichame na piume dio filiá,
ke mas énonan monácha ta paliá,
dio kratumeni tis miras me chaména ta klidiá.
Apó mia thálassa filiá, ute mia guliá
ta diká su chili den kernun,
apó mia thálassa filiá, ute mia staliá
ta diká mu chili de tha piun.
|