Σαν άξαφνα ώρα μεσάνυχτα
ακουστεί αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες με φωνές
Την τύχη σου που ενδίδει πια
τα έργα σου που απέτυχαν
τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες
μη ανωφέλετα θρηνήσεις
Προπάντων να μην γελαστείς
μην πεις πως ήταν ένα όνειρο
μάταιες ελπίδες τέτοιες μη καταδεχτείς
σαν έτοιμος από καιρό σαν θαρραλέος
σαν που ταιριάζει σε
που αξιώθηκες μια τέτοια πόλη
Πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο
κι άκουσε με συγκίνηση
αλλ’ όχι με των δειλών τα παρακάλια
και παράπονα
ως τελευταία απόλαυση τους ήχους
Τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου
κι αποχαιρέτα την την Αλεξάνδρεια που χάνεις
|
San áksafna óra mesánichta
akusti aóratos thíasos na perná
me musikés eksesies me fonés
Tin tíchi su pu endídi pia
ta érga su pu apétichan
ta schédia tis zoís su
pu vgíkan óla plánes
mi anoféleta thrinísis
Propánton na min gelastis
min pis pos ítan éna óniro
mátees elpídes téties mi katadechtis
san étimos apó keró san tharraléos
san pu teriázi se
pu aksióthikes mia tétia póli
Plisíase statherá pros to paráthiro
ki ákuse me sigkínisi
all’ óchi me ton dilón ta parakália
ke parápona
os teleftea apólafsi tus íchus
Ta eksesia órgana tu mistiku thiásu
ki apocheréta tin tin Aleksándria pu chánis
|