Πάψε να κλαις μανούλα μου
και να παραπονιέσαι,
θέλω να με παρηγορείς
και όχι να καταριέσαι.
Σκότωσα την αγάπη μου,
μανούλα μου, δε φταίω.
Φταίει ο κόσμος ο κακός
που με έκανε και κλαίω.
Όλοι από την ζήλια τους,
τηνε κατηγορούσαν,
πως με απατάει με άλλονε,
όλοι κρυφομιλούσαν.
Επήρα την απόφαση,
μια νύχτα μαυρισμένη,
μες στην καρδιά την βάρεσα.
Αχ! Την δυστυχισμένη.
Εσπάραζε και φώναζε,
“Φονιά δε με λυπάσαι,
που με σκοτώνεις άδικα,
κακούργε, δε φοβάσαι;”
Τώρα και εγώ μανούλα μου,
πάω ν’ αυτοκτονήσω,
να σκοτωθώ, να γκρεμιστώ
κι όχι πλέον να ζήσω.
– Αχ! Μανούλα Μου!!!
– Γεια σου Μανησαλή μου, με το βιολί σου!!!
|
Pápse na kles manula mu
ke na paraponiése,
thélo na me parigoris
ke óchi na katariése.
Skótosa tin agápi mu,
manula mu, de fteo.
Ftei o kósmos o kakós
pu me ékane ke kleo.
Όli apó tin zília tus,
tine katigorusan,
pos me apatái me állone,
óli krifomilusan.
Epíra tin apófasi,
mia níchta mavrisméni,
mes stin kardiá tin váresa.
Ach! Tin distichisméni.
Espáraze ke fónaze,
“Foniá de me lipáse,
pu me skotónis ádika,
kakurge, de fováse;”
Tóra ke egó manula mu,
páo n’ aftoktoníso,
na skotothó, na gkremistó
ki óchi pléon na zíso.
– Ach! Manula Mu!!!
– Gia su Manisalí mu, me to violí su!!!
|