Ο εαυτός μου μια σκιά μες στον καθρέφτη,
το πρόσωπό μου δεν υπάρχει πουθενά,
στην κάμαρά μου μια βροχή τα βράδια πέφτει,
υγρά τα μάτια και κομμάτια η καρδιά.
Στο κόλπο χάθηκα κι εγώ μαζί μ’ εσένα,
το ξέρω ελπίδα δε μας έμεινε καμιά,
το ξέρω ψάχνεις να σωθείς απελπισμένα,
μα στο φινάλε σου θα βρεις ερημιά., ερημιά,
μόνο ερημιά.
Δεν ήρθε κανείς, και οι φίλοι μ’ έχουν προδώσει,
δεν ήρθε κανείς, τη δική μου να δει φυλακή,
δεν ήρθε κανείς, μια γενιά που πεθαίνει να σώσει,
δεν ήρθε κανείς, στο δικό μου τον κόσμο να μπει.
Απόψε βρέθηκα εδώ μαζί μ’ εσένα,
κι αποφασίσαμε να μείνουμε παιδιά,
τα όνειρά μας δεν πουλάμε σε κανένα,
για μας δεν είναι η ζωή, ερημιά, ερημιά,
μόνο ερημιά.
Δεν ήρθε κανείς, και οι φίλοι μ’ έχουν προδώσει,
δεν ήρθε κανείς, τη δική μου να δει φυλακή,
δεν ήρθε κανείς, μια γενιά που πεθαίνει να σώσει,
δεν ήρθε κανείς, στο δικό μου τον κόσμο να μπει.
|
O eaftós mu mia skiá mes ston kathréfti,
to prósopó mu den ipárchi puthená,
stin kámará mu mia vrochí ta vrádia péfti,
igrá ta mátia ke kommátia i kardiá.
Sto kólpo cháthika ki egó mazí m’ eséna,
to kséro elpída de mas émine kamiá,
to kséro psáchnis na sothis apelpisména,
ma sto finále su tha vris erimiá., erimiá,
móno erimiá.
Den írthe kanis, ke i fíli m’ échun prodósi,
den írthe kanis, ti dikí mu na di filakí,
den írthe kanis, mia geniá pu petheni na sósi,
den írthe kanis, sto dikó mu ton kósmo na bi.
Apópse vréthika edó mazí m’ eséna,
ki apofasísame na minume pediá,
ta ónirá mas den puláme se kanéna,
gia mas den ine i zoí, erimiá, erimiá,
móno erimiá.
Den írthe kanis, ke i fíli m’ échun prodósi,
den írthe kanis, ti dikí mu na di filakí,
den írthe kanis, mia geniá pu petheni na sósi,
den írthe kanis, sto dikó mu ton kósmo na bi.
|