Εγώ θα ζήσω μοναχή
σ’ αυτή την κοινωνία
και δε χωράει, στο ’χω πει,
συζήτηση καμία.
Δεν παντρεύομαι, δεν παντρεύομαι,
εγώ δε σοβαρεύομαι.
Δεν παντρεύομαι, δεν παντρεύομαι
και δε νοικοκυρεύομαι.
Για να γυρνάω είμ’ εγώ
κάθε βραδιά και μ’ άλλον,
και για οικογενειακό
δεν κάνω περιβάλλον.
Δεν παντρεύομαι, δεν παντρεύομαι,
εγώ δε σοβαρεύομαι.
Δεν παντρεύομαι, δεν παντρεύομαι,
και δε νοικοκυρεύομαι.
Δε θέλω να ’χω μια ζωή
όλο υποχρεώσεις,
και το στεφάνι που ζητάς
σε άλλη να χρεώσεις,
Δεν παντρεύομαι, δεν παντρεύομαι,
εγώ δε σοβαρεύομαι.
Δεν παντρεύομαι, δεν παντρεύομαι,
και δε νοικοκυρεύομαι.
|
Egó tha zíso monachí
s’ aftí tin kinonía
ke de chorái, sto ’cho pi,
sizítisi kamía.
Den pantrevome, den pantrevome,
egó de sovarevome.
Den pantrevome, den pantrevome
ke de nikokirevome.
Gia na girnáo im’ egó
káthe vradiá ke m’ állon,
ke gia ikogeniakó
den káno perivállon.
Den pantrevome, den pantrevome,
egó de sovarevome.
Den pantrevome, den pantrevome,
ke de nikokirevome.
De thélo na ’cho mia zoí
ólo ipochreósis,
ke to stefáni pu zitás
se álli na chreósis,
Den pantrevome, den pantrevome,
egó de sovarevome.
Den pantrevome, den pantrevome,
ke de nikokirevome.
|