Πήρα χιόνι και βροχή
να φτιάξω κόσμο απ’ την αρχή
κι αυτόν να περπατήσω,
μα λιώσαν όλα μια στιγμή
κι εγώ δεν είχα την πυγμή
αλλιώς να ξαναρχίσω.
Είναι το κάθε σου φιλί
σαν σπασμένο γυαλί
και ματώνει το στόμα,
κι όταν σε βρίζω, σε μισώ,
είναι που τόσο σ’ αγαπώ
και σε θέλω ακόμα.
Μες στου τσιγάρου τον καπνό
σε βλέπω σαν του ουρανό
κι ας είσαι μες στη λάσπη,
και της ψυχής σου η σκοτεινιά
σκορπίζει μόνο παγωνιά
όπως και το χρυσάφι.
Είναι το κάθε σου φιλί
σαν σπασμένο γυαλί
και ματώνει το στόμα,
κι όταν σε βρίζω, σε μισώ,
είναι που τόσο σ’ αγαπώ
και σε θέλω ακόμα
|
Píra chióni ke vrochí
na ftiákso kósmo ap’ tin archí
ki aftón na perpatíso,
ma liósan óla mia stigmí
ki egó den icha tin pigmí
alliós na ksanarchíso.
Ine to káthe su filí
san spasméno gialí
ke matóni to stóma,
ki ótan se vrízo, se misó,
ine pu tóso s’ agapó
ke se thélo akóma.
Mes stu tsigáru ton kapnó
se vlépo san tu uranó
ki as ise mes sti láspi,
ke tis psichís su i skotiniá
skorpízi móno pagoniá
ópos ke to chrisáfi.
Ine to káthe su filí
san spasméno gialí
ke matóni to stóma,
ki ótan se vrízo, se misó,
ine pu tóso s’ agapó
ke se thélo akóma
|