Εμείς που μείναμε
στο χώμα το σκληρό
για τους νεκρούς
θ’ ανάψουμε λιβάνι
κι όταν χαθεί
μακριά το καραβάνι
του χάρου του μεγάλου πεχλιβάνη,
στη μνήμη τους θα στήσουμε χορό.
Εμείς που μείναμε
θα τρώμε το πρωί
μια φέτα από του ήλιου το καρβέλι,
ένα τσαμπί σταφύλι από τ’ αμπέλι
και δίχως πια του φόβου το τριβέλι,
μπροστά θα προχωράμε στη ζωή.
Εμείς που μείναμε
θα βγούμε μια βραδιά
στην ερημιά να σπείρουμε χορτάρι
και πριν για πάντα
η νύχτα να μας πάρει
θα κάνουμε τη γη προσκυνητάρι
και κούνια για τ’ αγέννητα παιδιά.
|
Emis pu miname
sto chóma to skliró
gia tus nekrus
th’ anápsume liváni
ki ótan chathi
makriá to karaváni
tu cháru tu megálu pechliváni,
sti mními tus tha stísume choró.
Emis pu miname
tha tróme to pri
mia féta apó tu íliu to karvéli,
éna tsabí stafíli apó t’ abéli
ke díchos pia tu fóvu to trivéli,
brostá tha prochoráme sti zoí.
Emis pu miname
tha vgume mia vradiá
stin erimiá na spirume chortári
ke prin gia pánta
i níchta na mas pári
tha kánume ti gi proskinitári
ke kunia gia t’ agénnita pediá.
|