Ένα σίδερο αναμμένο έχω στην καρδιά
είναι η δική σου αγάπη, που με τυραννά.
Θα ‘χω σ’ όλη τη ζωή μου
βάρος στη συνείδησή μου
για τα τόσα σφάλματά μου
που σε διώξαν μακριά μου.
Έφυγε, έφυγε,
έφυγε, την έχω χάσει
και γυρνώ, και ρωτώ
και τους δρόμους έχω πιάσει.
Απ’ τον ύπνο μου ξυπνάω κι όλο σε ζητώ
τώρα έχω καταλάβει πόσο σ’ αγαπώ.
Θα ‘χω σ’ όλη τη ζωή μου
βάρος στη συνείδησή μου
για τα τόσα σφάλματά μου
που σε διώξαν μακριά μου.
|
Έna sídero anamméno écho stin kardiá
ine i dikí su agápi, pu me tiranná.
Tha ‘cho s’ óli ti zoí mu
város sti sinidisí mu
gia ta tósa sfálmatá mu
pu se dióksan makriá mu.
Έfige, éfige,
éfige, tin écho chási
ke girnó, ke rotó
ke tus drómus écho piási.
Ap’ ton ípno mu ksipnáo ki ólo se zitó
tóra écho katalávi póso s’ agapó.
Tha ‘cho s’ óli ti zoí mu
város sti sinidisí mu
gia ta tósa sfálmatá mu
pu se dióksan makriá mu.
|