Φουρτούνιασε η θάλασσα
ο ναυτικός φοβάται
γυναίκα μάνα και παιδιά
τέτοιες στιγμές θυμάται
Στα καραβοτσακίσματα
χορεύει η αναπνοή του
του Άι Νικόλα η ζωγραφιά
κρατάει τη ζωή του
Παλεύει το καράβι
στο μαύρο του καιρού
σηκώνονται τα κύματα
σαν μάγισσες και ξωτικά
Χορεύοντας ν’ αρπάξουνε
με δόλο την ψυχούλα του
του έρμου ναυτικού
Φουρτούνιασε κι ο ουρανός
ταίρι ζητάει να φτιάξει
με των αφρών το χτύπημα
τον ναύτη να βουλιάξει
Και τα λιμάνια του περνούν
ασπρόμαυρη ταινία
πόρνες που έζησε μαζί
κρυφά στην αμαρτία
Η βάρδια του που μένει
κρυφή είναι προσευχή
μια καταχνιά στη θάλασσα
κι ένα ξημέρωμα θολό
Του ανέμου σταμάτησε
την κόψη τη μαχαιρωτή
που πάει να κρυφτεί
|
Furtuniase i thálassa
o naftikós fováte
gineka mána ke pediá
téties stigmés thimáte
Sta karavotsakísmata
chorevi i anapnoí tu
tu Άi Nikóla i zografiá
kratái ti zoí tu
Palevi to karávi
sto mavro tu keru
sikónonte ta kímata
san mágisses ke ksotiká
Chorevontas n’ arpáksune
me dólo tin psichula tu
tu érmu naftiku
Furtuniase ki o uranós
teri zitái na ftiáksi
me ton afrón to chtípima
ton nafti na vuliáksi
Ke ta limánia tu pernun
asprómavri tenía
pórnes pu ézise mazí
krifá stin amartía
I várdia tu pu méni
krifí ine prosefchí
mia katachniá sti thálassa
ki éna ksiméroma tholó
Tu anému stamátise
tin kópsi ti macherotí
pu pái na krifti
|