Στις ανθισμένες νερατζιές
θα βρεις την κιβωτό σου.
Τέσσερις τοίχοι στις φωτιές
θα ταξιδέψουν τις νυχτιές
και το παράπονό σου.
Πάρε μια λέξη για να ζεις
και στρώσε τη ζωή σου.
Και φώναζε ολονυχτίς
που βρίσκει ο βασανιστής
νερό του παραδείσου.
Και πάρε χάντρες του Μαγιού,
πηλό της Ρωμιοσύνης
τάμα δεκαπενταύγουστου,
την όψη την κρυφή σπαθιού
και της δικαιοσύνης.
Και πάρε δεντρολιβανιά,
μυρτιά και πικροδάφνη.
Του Μακρυγιάννη τον καημό
και δεκαπεντασύλλαβο
να βρεις αρχή και άκρη.
Και πες τα λόγια τα παλιά
κι απ’ όλους τους αγώνες.
Και πες αυτά που είναι θηλιά
κι ήταν μαράζι και σκαλιά
στους δίκοπους αιώνες.
|
Stis anthisménes neratziés
tha vris tin kivotó su.
Tésseris tichi stis fotiés
tha taksidépsun tis nichtiés
ke to paráponó su.
Páre mia léksi gia na zis
ke stróse ti zoí su.
Ke fónaze olonichtís
pu vríski o vasanistís
neró tu paradisu.
Ke páre chántres tu Magiu,
piló tis Romiosínis
táma dekapentavgustu,
tin ópsi tin krifí spathiu
ke tis dikeosínis.
Ke páre dentrolivaniá,
mirtiá ke pikrodáfni.
Tu Makrigiánni ton kaimó
ke dekapentasíllavo
na vris archí ke ákri.
Ke pes ta lógia ta paliá
ki ap’ ólus tus agónes.
Ke pes aftá pu ine thiliá
ki ítan marázi ke skaliá
stus díkopus eónes.
|