Δεν είμαι πια γυναίκα γιε μου
είμαι ένα δέντρο που ξερίζωσαν,
είμαι ένα βογκητό του ανέμου
μέσα στη νύχτα του χιονιά.
Δεν έχω μάτια να κοιτάζουν
δυο βρύσες έχω για το κλάμα μου,
χίλια μαχαίρια που με σφάζουν
σ’ αυτού του κόσμου τη γωνιά.
Όπου γυρνάω, για σένα μιλώ,
Μάη μου παιδί μου,
ήλιε μου εσύ, μοναξιά μου χρυσή,
ψίχα απ’ την ψυχή μου, χαρά που έχασα.
Δεν είμαι πια γυναίκα φως μου
είμαι μια μάνα δίχως αύριο,
ένα άγριο πουλί στου κόσμου
την παγωμένη ανασαίμια.
Τίποτα πια δε με αγγίζει
η μέρα πάει, η νύχτα έρχεται
μονάχα ο πόνος μου μουγκρίζει
μες στης καρδιάς την ερημιά.
Όπου γυρνάω, για σένα μιλώ,
Μάη μου παιδί μου,
ήλιε μου εσύ, μοναξιά μου χρυσή,
ψίχα απ’ την ψυχή μου, χαρά που έχασα.
|
Den ime pia gineka gie mu
ime éna déntro pu kserízosan,
ime éna vogkitó tu anému
mésa sti níchta tu chioniá.
Den écho mátia na kitázun
dio vríses écho gia to kláma mu,
chília macheria pu me sfázun
s’ aftu tu kósmu ti goniá.
Όpu girnáo, gia séna miló,
Mái mu pedí mu,
ílie mu esí, monaksiá mu chrisí,
psícha ap’ tin psichí mu, chará pu échasa.
Den ime pia gineka fos mu
ime mia mána díchos avrio,
éna ágrio pulí stu kósmu
tin pagoméni anasemia.
Típota pia de me angizi
i méra pái, i níchta érchete
monácha o pónos mu mugkrízi
mes stis kardiás tin erimiá.
Όpu girnáo, gia séna miló,
Mái mu pedí mu,
ílie mu esí, monaksiá mu chrisí,
psícha ap’ tin psichí mu, chará pu échasa.
|