Είδα το χάρο με τα μάτια μου, φορούσε κόκκινο αμάξι,
όρμησε μέσα στη λωρίδα μου κι άπλωσε χέρια να μ’ αρπάξει,
στο πίσω κάθισμα η πριγκίπισσα, δίπλα η βασίλισσα κοιμόταν,
και η ζωή μας η ηλιόλουστη κορώνα γράμματα παιζόταν.
Είδα το χάρο με τα μάτια μου, βγήκε από δίπλα στα δυο μέτρα,
το τόξο το `χα παραμάσχαλα, τα βέλη τα `χα στη φαρέτρα,
δέκα λεπτά το δευτερόλεπτο, ένα λεπτό από το χάρο,
έκοψα λίγο το τιμόνι μου απ’ τη μεριά μου να στουκάρω.
Μπαμ, πάνω στο χάρο,
μπαμ, τρία αμάξια μ’ ένα σμπάρο,
μπαμ, πω πω καραμπόλα,
σε μια στιγμή τα είδα όλα.
Έκανα ιπτάμενο παρκάρισμα μέσα σε σίδερα και χόρτα,
έτρεξε ένας ευγενέστατος και μου ξεσφήνωσε την πόρτα,
φώναζε δίπλα η αυτοκράτειρα, ήταν στο πόδι χτυπημένη,
και από πίσω η πριγκίπισσα βγήκε απ’ τ’ αμάξι χτενισμένη.
Τώρα που γράφω θα βρισκόμασταν για τρίτη νύχτα μες στο χώμα,
μα είχαμε ζώνες και γλιτώσαμε με μελανιές σ’ όλο το σώμα,
πλάκωσε κόσμος, μποτιλιάρισμα, Express, τροχαία και φορεία,
στον ουρανό ένα ελικόπτερο, πετυχημένη συναυλία.
Τα εκατόν είκοσί μου άλογα μου έγιναν γέρικο γαϊδούρι,
βγήκε μουλάρι το αμάξωμα αλλά του έλειπε η μούρη,
πήγα να δω αν συμμαζεύεται και τα παιδιά στο συνεργείο
μου `παν να το γυρίσω ανάποδα και να το κάνω ενυδρείο.
Τρία ενθύμια κρατήσαμε, η κόρη μου την πίσω ζώνη,
το καθρεφτάκι η αγάπη μου κι η αφεντιά μου το τιμόνι,
είδα το χάρο με τα μάτια μου, είδε κι εκείνος τα δικά μου,
και παραδέχτηκε το λάθος του, είχα πολλά χρόνια μπροστά μου.
Μπαμ, πάνω στο χάρο,
ή να χαθώ ή να ρεφάρω,
μπαμ, πω πω καραμπόλα,
σε μια στιγμή τα είδα όλα.
|
Ida to cháro me ta mátia mu, foruse kókkino amáksi,
órmise mésa sti lorída mu ki áplose chéria na m’ arpáksi,
sto píso káthisma i prigkípissa, dípla i vasílissa kimótan,
ke i zoí mas i iliólusti koróna grámmata pezótan.
Ida to cháro me ta mátia mu, vgíke apó dípla sta dio métra,
to tókso to `cha paramáschala, ta véli ta `cha sti farétra,
déka leptá to defterólepto, éna leptó apó to cháro,
ékopsa lígo to timóni mu ap’ ti meriá mu na stukáro.
Bam, páno sto cháro,
bam, tría amáksia m’ éna sbáro,
bam, po po karabóla,
se mia stigmí ta ida óla.
Έkana iptámeno parkárisma mésa se sídera ke chórta,
étrekse énas evgenéstatos ke mu ksesfínose tin pórta,
fónaze dípla i aftokrátira, ítan sto pódi chtipiméni,
ke apó píso i prigkípissa vgíke ap’ t’ amáksi chtenisméni.
Tóra pu gráfo tha vriskómastan gia tríti níchta mes sto chóma,
ma ichame zónes ke glitósame me melaniés s’ ólo to sóma,
plákose kósmos, botiliárisma, Express, trochea ke foria,
ston uranó éna elikóptero, petichiméni sinavlía.
Ta ekatón ikosí mu áloga mu éginan gériko gaiduri,
vgíke mulári to amáksoma allá tu élipe i muri,
píga na do an simmazevete ke ta pediá sto sinergio
mu `pan na to giríso anápoda ke na to káno enidrio.
Tría enthímia kratísame, i kóri mu tin píso zóni,
to kathreftáki i agápi mu ki i afentiá mu to timóni,
ida to cháro me ta mátia mu, ide ki ekinos ta diká mu,
ke paradéchtike to láthos tu, icha pollá chrónia brostá mu.
Bam, páno sto cháro,
í na chathó í na refáro,
bam, po po karabóla,
se mia stigmí ta ida óla.
|