Την πόρτα κλείνεις με ορμή
στη βιαστική σου τη φυγή
και πίσω αφήνεις μια ζωή
κομματιασμένη
Με ένα γεια σου ξεκινάς
για εκεί που διάλεξες να πας
μα εμένα πάντα θα ζητάς
μετανιωμένη.
Και σου φωνάζω δυνατά
είν’ η δική σου μαχαιριά
που κάθε βράδυ με πονά
και σε γυρεύω!
Εγώ δε σβήνω μ’ ένα γεια
ότι αγαπώ ειλικρινά,
τον πόνο κάνω ζεϊμπεκιά
και τον χορεύω!
Απελπισμένος τριγυρνώ
μέσα στο σπίτι τ’ αδειανό
και τ’ αντικείμενα ρωτώ
στις πέντε η ώρα
Που τη ζωή σου σπαταλάς
και που τα χάδια σου σκορπάς,
με ποια φεγγάρια ξενυχτάς,
που να ‘σαι τώρα;
|
Tin pórta klinis me ormí
sti viastikí su ti figí
ke píso afínis mia zoí
kommatiasméni
Me éna gia su ksekinás
gia eki pu diálekses na pas
ma eména pánta tha zitás
metanioméni.
Ke su fonázo dinatá
in’ i dikí su macheriá
pu káthe vrádi me poná
ke se girevo!
Egó de svíno m’ éna gia
óti agapó ilikriná,
ton póno káno zeibekiá
ke ton chorevo!
Apelpisménos trigirnó
mésa sto spíti t’ adianó
ke t’ antikimena rotó
stis pénte i óra
Pu ti zoí su spatalás
ke pu ta chádia su skorpás,
me pia fengária ksenichtás,
pu na ‘se tóra;
|