Η καρδιά μου σε θέλει, τρέχει, κλαίει, σταματάει,
το μυαλό μου σε διώχνει κι όπου βρει με χτυπάει,
η ψυχή μου δεμένη, πετονιά μπερδεμένη,
στο πιοτό αυτοκτονεί,
κι όσοι με ρωτούν τι κάνω, βάζω όλη μου την πίστη
κι απαντώ υπομονή.
Κόλαση σε φόντο γαλανό
είσαι η ποινή μου για τον ουρανό.
Μοναξιά που τρελαίνει, μοναξιά που πονάει,
μα κάτι ακούω στις σκάλες και η πόρτα χτυπάει,
τα λουλούδια πετάνε, το τραπέζι πετάει,
το χαρτί που σου γράφω πετά,
έχω γίνει αέρας, μ’ έχει πάρει ο αέρας
και ο χρόνος σταματά.
Κόλαση σε φόντο γαλανό
είσαι η ποινή μου για τον ουρανό.
|
I kardiá mu se théli, tréchi, klei, stamatái,
to mialó mu se dióchni ki ópu vri me chtipái,
i psichí mu deméni, petoniá berdeméni,
sto piotó aftoktoni,
ki ósi me rotun ti káno, vázo óli mu tin písti
ki apantó ipomoní.
Kólasi se fónto galanó
ise i piní mu gia ton uranó.
Monaksiá pu treleni, monaksiá pu ponái,
ma káti akuo stis skáles ke i pórta chtipái,
ta luludia petáne, to trapézi petái,
to chartí pu su gráfo petá,
écho gini aéras, m’ échi pári o aéras
ke o chrónos stamatá.
Kólasi se fónto galanó
ise i piní mu gia ton uranó.
|