Είναι μεσάνυχτα και ο ύπνος δεν την πιάνει η απουσία του πάει να την τρελάνει
φεύγει η ψυχή της μακριά απ’ το κορμί της το πάτωμα και το ταβάνι την στενεύουν
την πλησιάζουν και το αίμα της χορεύουν ξέρει τον λόγο γεμίζει φόβο
Έλα στην θέση μου να δεις πόσο ωραία είναι
να απομακρύνομαι και να φωνάζεις μείνε
να απομακρύνομαι εγώ από τον δρόμο σου
να είμαι ο πόνος σου να είμαι πόνος σου
Κι όταν χαράζει της στερεύει ο ιδρώτας ένα έχει γίνει με το κάσωμα της πόρτας
όρθια σανίδα χωρίς ελπίδα και οι κινήσεις στην παύση τόσο αργές
η αγάπη γκρέμισε του νόμου τις αρχές βασανισμένη από χέρι χαμένη
|
Ine mesánichta ke o ípnos den tin piáni i apusía tu pái na tin treláni
fevgi i psichí tis makriá ap’ to kormí tis to pátoma ke to taváni tin stenevun
tin plisiázun ke to ema tis chorevun kséri ton lógo gemízi fóvo
Έla stin thési mu na dis póso orea ine
na apomakrínome ke na fonázis mine
na apomakrínome egó apó ton drómo su
na ime o pónos su na ime pónos su
Ki ótan charázi tis sterevi o idrótas éna échi gini me to kásoma tis pórtas
órthia sanída chorís elpída ke i kinísis stin pafsi tóso argés
i agápi gkrémise tu nómu tis archés vasanisméni apó chéri chaméni
|