Ξημέρωσε, ξημέρωσε,
ξημέρωσε, ξημέρωσε,
ξημέρωσε, ξημέρωσε,
ξημέρωσε, ξημέρωσε.
Τριγύρω ερπετά, λιοντάρια κι αλεπούδες,
ελάφια, πεταλούδες και βόδια αρκετά,
στο διπλανό κλαδί μπανίζω ένα γορίλα,
μασάει κάτι φύλλα και μ’ αγριοκοιτά.
Με βάδισμα γοργό τραβώ για το ποτάμι,
εγώ είμαι το καλάμι και δόλωμα εγώ,
ένας κροκόδειλος απέναντι αραγμένος,
φαίνεται κουρασμένος για να `ρθει ως εδώ.
Ξημέρωσε, ξημέρωσε,
και ξύπνησε η ζούγκλα,
ξημέρωσε, ξημέρωσε,
κι αρχίζει η ζωή.
Στην άκρη του γκρεμού φρικάρισα μονάχος,
δεν είμαι ούτε βράχος ούτε του πεταμού,
μια άγρια ηδονή μου γαργαλάει το κέντρο,
και ψάχνω δέντρο δέντρο να βρω καμιά μαϊμού.
Πάνω σε μια μουριά βλέπω δυο κακομοίρες,
τις έχουν φάει οι ψείρες και ξύνονται παντού,
παίρνω το ύφος μου και μια και δυο ζυγώνω,
τη μία τώρα μόνο, την άλλη ραντεβού.
Ξημέρωσε, ξημέρωσε,
και ξύπνησε η ζούγκλα,
ξημέρωσε, ξημέρωσε,
κι αρχίζει η ζωή.
|
Ksimérose, ksimérose,
ksimérose, ksimérose,
ksimérose, ksimérose,
ksimérose, ksimérose.
Trigiro erpetá, liontária ki alepudes,
eláfia, petaludes ke vódia arketá,
sto diplanó kladí banízo éna goríla,
masái káti fílla ke m’ agriokitá.
Me vádisma gorgó travó gia to potámi,
egó ime to kalámi ke dóloma egó,
énas krokódilos apénanti aragménos,
fenete kurasménos gia na `rthi os edó.
Ksimérose, ksimérose,
ke ksípnise i zugkla,
ksimérose, ksimérose,
ki archízi i zoí.
Stin ákri tu gkremu frikárisa monáchos,
den ime ute vráchos ute tu petamu,
mia ágria idoní mu gargalái to kéntro,
ke psáchno déntro déntro na vro kamiá maimu.
Páno se mia muriá vlépo dio kakomires,
tis échun fái i psires ke ksínonte pantu,
perno to ífos mu ke mia ke dio zigóno,
ti mía tóra móno, tin álli rantevu.
Ksimérose, ksimérose,
ke ksípnise i zugkla,
ksimérose, ksimérose,
ki archízi i zoí.
|