Μέσα στις κούπες θα σε πιω,
της μοναξιάς αχτίδα,
μες στη χαρά ο στεναγμός
και μες στο δα και μες στο δάκρυ η ελπίδα.
Μαζί σου να την πάρεις δεν μπορείς,
την ομορφιά που τόσο αγάπησες στη ζήση,
γι’ αυτό πρέπει βαθιά να την χαρείς
πρωτού σαν σύννεφο στον άνεμο σκορπίσει.
Μέσα στα χέρια σε κρατώ
κι είσαι μακριά φευγάτη,
μες στη ματιά σου ο καημός
και τ’ ουρανού και τ’ ουρανού το δάκρυ.
Μαζί σου να την πάρεις δεν μπορείς,
την ομορφιά που τόσο αγάπησες στη ζήση,
γι’ αυτό πρέπει βαθιά να την χαρείς
πρωτού σαν σύννεφο στον άνεμο σκορπίσει,
πρωτού σαν σύννεφο στον άνεμο σκορπίσει.
|
Mésa stis kupes tha se pio,
tis monaksiás achtída,
mes sti chará o stenagmós
ke mes sto da ke mes sto dákri i elpída.
Mazí su na tin páris den boris,
tin omorfiá pu tóso agápises sti zísi,
gi’ aftó prépi vathiá na tin charis
protu san sínnefo ston ánemo skorpísi.
Mésa sta chéria se krató
ki ise makriá fevgáti,
mes sti matiá su o kaimós
ke t’ uranu ke t’ uranu to dákri.
Mazí su na tin páris den boris,
tin omorfiá pu tóso agápises sti zísi,
gi’ aftó prépi vathiá na tin charis
protu san sínnefo ston ánemo skorpísi,
protu san sínnefo ston ánemo skorpísi.
|