Δεν είναι τίποτα και όλο ύποπτα
τις νύχτες μόνος του κυκλοφορεί,
παίρνει την τύπισσα, του λέει ατύχησα
και σκέτη κόλαση είν’ η ζωή.
Μα με γοήτεψε έτσι που αλήτεψε
μες στην καρδιά μου μ’ ένα βλέμμα
κι όσο παιδεύομαι τόσο ερωτεύομαι
και θέλω αυτόν κι άλλον κανένα.
Δε δίνει τίποτα και μόνο δίκοπα
όλο παράπονα έχω απ’ αυτόν,
μπροστά μου εκτίθεται και υποτίθεται
πως στην αγάπη μου είναι παρών.
Μα με γοήτεψε έτσι που αλήτεψε
μες στην καρδιά μου μ’ ένα βλέμμα
κι όσο παιδεύομαι τόσο ερωτεύομαι
και θέλω αυτόν κι άλλον κανένα.
|
Den ine típota ke ólo ípopta
tis níchtes mónos tu kiklofori,
perni tin típissa, tu léi atíchisa
ke skéti kólasi in’ i zoí.
Ma me goítepse étsi pu alítepse
mes stin kardiá mu m’ éna vlémma
ki óso pedevome tóso erotevome
ke thélo aftón ki állon kanéna.
De díni típota ke móno díkopa
ólo parápona écho ap’ aftón,
brostá mu ektíthete ke ipotíthete
pos stin agápi mu ine parón.
Ma me goítepse étsi pu alítepse
mes stin kardiá mu m’ éna vlémma
ki óso pedevome tóso erotevome
ke thélo aftón ki állon kanéna.
|